αρτέμων

αρτέμων
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον ανάπηρο και είχε επινοήσει ένα είδος φορείου, με το οποίο τον γύριζαν στα τείχη της Σάμου για την εργασία του. Ο Πολύκλειτος του έστησε ανδριάντα.
2. Γραμματικός των αλεξανδρινών χρόνων από τη Μαγνησία.
3. Ζωγράφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν πιθανότατα από τη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ζωγράφισε τη Δανάη, τη βασίλισσα Στρατονίκη και τον Ηρακλή με τη Δηιάνειρα.
4. Γραμματικός (1ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Έγραψε υπομνήματα στον Πίνδαρο.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Ναρσής.
2. Ο πρεσβύτερος. Καταγόταν από τη Λαοδίκεια. Έζησε επί Διοκλητιανού. Επειδή κατέστρεψε τα αγάλματα του Απόλλωνα και του Ασκληπιού από κάποιον ναό, συνελήφθη και θανατώθηκε. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Μαρτίου.
3. Ο όσιος. Διετέλεσε επίσκοπος Σελεύκειας (Πισιδίας). Η μνήμη του τιμάται στις 24 Μαρτίου.
4. Ο πρεσβύτερος και μάρτυς. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Απριλίου.
* * *
ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος*
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι* «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ* «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀρτέμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτέμων — foresail masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτέμονα — ἀρτέμων foresail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτέμονας — ἀρτέμων foresail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτέμονος — ἀρτέμων foresail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρτέμωνα — Ἀρτέμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρτέμωνες — Ἀρτέμων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρτέμωνι — Ἀρτέμων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρτέμωνος — Ἀρτέμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”